- ἐνθυμιστός
- ἐνθῡμ-ιστός, ή, όν,A taken to heart, ἐ. ποιεῖσθαι make a scruple of a thing, Hdt.2.175 (nisi leg. -ητόν).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενθυμιστός — ἐνθυμιστός, ή, όν (Α) [ενθυμίζω] ενθύμιος, αυτός που βρίσκεται ως βάρος, ως τύψη στην ψυχή, που τόν παίρνει κανείς κατάκαρδα … Dictionary of Greek
ἐνθυμιστόν — ἐνθῡμιστόν , ἐνθυμιστός taken to heart masc acc sg ἐνθῡμιστόν , ἐνθυμιστός taken to heart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)